μεταπτοιώ

μεταπτοιώ
μεταπτοιῶ, -έω (Α)
φεύγω από έναν τόπο από φόβο και ζητώ καταφύγιο αλλού («ἔχθει μεταπτοιοῡσαν εὐναίων γάμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -πτοιῶ (< πτοία «ταραχή, φόβος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”